ἐπιβαρύνει

ἐπιβαρύνει
ἐπιβαρύ̱νει , ἐπιβαρύνω
press heavily on
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπιβαρύ̱νει , ἐπιβαρύνω
press heavily on
pres ind mp 2nd sg
ἐπιβαρύ̱νει , ἐπιβαρύνω
press heavily on
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • αμφοτεροβαρής — ές αυτός τού οποίου το βάρος μοιράζεται σε δύο ίσα μέρη, που επιβαρύνει και τις δυο πλευρές, ο ισόρροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμφότεροι + βαρής < βάρος. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον λόγιο Αναστάσιο Πολυζωίδη το 1936] …   Dictionary of Greek

  • ανεπιβάρητος — και ανεπιβάρυντος, η, ο (Α ἀνεπιβάρητος, ον) αυτός που δεν επιβαρύνεται με οικονομικές οφειλές νεοελλ. όποιος δεν επιβαρύνει τους άλλους, δεν τους δημιουργεί προβλήματα και υποχρεώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιβαρύνω. Η γραφή με η είναι η… …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • επιβαρύνω — (AM ἐπιβαρύνω) [βαρύνω] πιέζω με πρόσθετο βάρος νεοελλ. 1. επιβάλλω ενοχλητική υποχρέωση ή δέσμευση («θα επιβαρυνθώ με πρόσθετα έξοδα») 2. (για κατάσταση) καταπιέζω («η νέα φορολογία επιβαρύνει τόν λαό») 3. επιδεινώνω, χειροτερεύω («με την… …   Dictionary of Greek

  • επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …   Dictionary of Greek

  • καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… …   Dictionary of Greek

  • μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …   Dictionary of Greek

  • προεξοφλητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεξόφληση 2. φρ. α) «προξοφλητική πολιτική» (οικον.) τακτική αυξομείωσης τού προεξοφλητικού επιτοκίου εκ μέρους τής κεντρικής τράπεζας με στόχο τον έλεγχο τής ρευστότητας τής οικονομίας β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”